- κολληταρτζής
- και -κολλητηρτζής, ο1. ειδικός στη συγκόλληση υδραυλικών συσκευών ή την κάλυψη οπών σε μαγειρικά ή άλλα σκεύη2. αυτός που «κάνει κολλητήρι», ο εφαψίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + επίθημα -τζής, με επίδραση παρ. όπως είναι το φαναρ-τζής].
Dictionary of Greek. 2013.